- ἀκαθάρτης
- 168 ἀκαθάρτης{сущ., 1}нечистота (Откр. 17:4).*▲ ключ.сл.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
ԱՆՄԱՔՈՒՐ — (քրի, ից կամ ոյ, ոց.) NBH 1 0202 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 10c, 11c, 12c ἁκάθαρτος, ἁκαθάρτης immundus, impurus Ոչ մաքուր. անսուրբ՝ ըստ օրինաց կամ ըստ վարուց. աղտեղի. պիղծ. փիծ. աղտոտ. ... *Ոչ մտանէր անմաքուր… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
εκκαθαριστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που κάνει την εκκαθάριση (βλ. λ., 5) των λογαριασμών. 2. στρατιώτης που αποτελεί μέλος ειδικού αποσπάσματος για την εκκαθάριση (βλ. λ., 4) εχθρικής τοποθεσίας: Απόσπασμα εκκαθαριστών. 3. ειδική συσκευή για αφαίρεση της… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)